- ἐνθέμιον
- ἐνθέμιονcabin on the poop of a shipneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνθέμια — ἐνθέμιον cabin on the poop of a ship neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθέμιο — το (Α ἐνθέμιον) νεοελλ. ναυτ. ειδικό μέρος στο κύτος τού πλοίου όπου αποθηκεύονται τρόφιμα και άλλα υλικά αρχ. 1. θάλαμος στην πρύμνη τού πλοίου, το μέσα μέρος τής πρύμνης 2. κοίλο σκεύος (δοχείο, κύπελλο, ποτήρι κ.λπ.) όπου τοποθετείται λύχνος.… … Dictionary of Greek